ποῦρος
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ὁ,
A = πῶρος, SIG245 G22, al. (Delph., iv B.C.).
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
βλ. πῶρος.———————— (II)
-α, -ο, Ν
αμιγής, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»].
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν πουρί
(με υβριστική σημ.)
1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό
ο παλιόγερος ή η παλιόγρια.
Frisk Etymological English
See also: s. πῶρος