προσκολλητός

From LSJ
Revision as of 19:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκολλητός Medium diacritics: προσκολλητός Low diacritics: προσκολλητός Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: proskollētós Transliteration B: proskollētos Transliteration C: proskollitos Beta Code: proskollhto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A gloss on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.

German (Pape)

[Seite 770] angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.

Greek (Liddell-Scott)

προσκολλητός: -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «κολλητός», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.

Greek Monolingual

και προσκολλατός, -όν, Α προσκολλῶ
1. προσκολλημένος
2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).