προσοίγνυμι
From LSJ
English (LSJ)
aor. -έῳξα,
A shut, τὴν θύραν LXX Ge.19.6.
German (Pape)
[Seite 774] (s. οἴγνυμι), dazu, dabei eröffnen.
Greek (Liddell-Scott)
προσοίγνῡμι: ἀνοίγω προσέτι, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 354, 32.
Greek Monolingual
Α
ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἴγνυμι «ανοίγω»].