πρόσοψη

From LSJ
Revision as of 08:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

η / πρόσοψις, -όψεως, ΝΜΑ ὄψις
νεοελλ.
1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του
2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη»
(διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο
μσν.-αρχ.
το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν», Σοφ.)
αρχ.
1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση ενός αντικειμένου
2. κοίταγμα, θέαση («εἰς πρόσοψιν τῆς ἐμῆς ἐλθὼν ἐγὼ γυναικός», Ευρ.)
3. καθετί που βλέπει ή παρατηρεί κανείς με προσοχή, θέα («ξενίζουσαν ἅμα καὶ καταπληκτικὴν συνέβαινε γίγνεσθαι τὴν πρόσοψιν», Πολ.)
4. πιθ. επαγρύπνηση, προσοχή.