προσυποκλίνω
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Full diacritics: προσυποκλίνω | Medium diacritics: προσυποκλίνω | Low diacritics: προσυποκλίνω | Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΚΛΙΝΩ |
Transliteration A: prosypoklínō | Transliteration B: prosypoklinō | Transliteration C: prosypoklino | Beta Code: prosupokli/nw |
[ῑ],
A place underneath, τοῖς μηροῖς τὰ γόνατα Paul.Aeg.3.76.
Α ὑποκλίνω
τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο δίνοντας του κλίση («προσυποκλίνειν τοῑς μηροῑς τὰ γόνατα», Παύλ. Αιγ.).