προσκατασκάπτω

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκατασκάπτω Medium diacritics: προσκατασκάπτω Low diacritics: προσκατασκάπτω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: proskataskáptō Transliteration B: proskataskaptō Transliteration C: proskataskapto Beta Code: proskataska/ptw

English (LSJ)

   A undermine, destroy besides, J.Vit.10.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu untergraben u. von Grund aus zerstören, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατασκάπτω: κατασκάπτω, καταστρέφω προσέτι, Ἰωσήπ. Βίος 10.

Greek Monolingual

Α
1. σκάβω σε βάθος, κατασκάβω επί πλέον
2. καταστρέφω ακόμη περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατασκάπτω «σκάβω σε βάθος, καταστρέφω»].