προτίμιον
From LSJ
τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light
German (Pape)
[Seite 793] τό, wie ἀῤῥαβών, Handgeld, Luc. rhet. praec. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προτίμιον: τό, = ἀρραβών, διάφ. γραφ. ἀντὶ προνόμιον ἐν Λουκ. Ρητ. Διδασκ. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
arrhes.
Étymologie: πρό, τιμή.
Greek Monolingual
τὸ, Α
αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί του τ. προνόμιον.
Russian (Dvoretsky)
προτίμιον: (τῑ) τό задаток Luc.