προνόμιον

From LSJ

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνόμιον Medium diacritics: προνόμιον Low diacritics: προνόμιον Capitals: ΠΡΟΝΟΜΙΟΝ
Transliteration A: pronómion Transliteration B: pronomion Transliteration C: pronomion Beta Code: prono/mion

English (LSJ)

τό,
A song sung before the νόμος (sign f. 11), Poll.4.53: metaph., Jul.Or.2.56d (pl.): also as adjective, π. μέλος Him. Or.4.3, cf. 34.1.
2 = ἀρραβών, earnest-money, Luc.Rh.Pr.17.
II = προνομία 1, privilege, POxy.136.38 (vi A. D.), Suid.

German (Pape)

[Seite 736] τό, ein dem νόμος vorangehender Gesang, Synes. u. Sp. – Bei Suid. auch durch πρόλημμα erkl., wie das Vorige, Privilegium. – Bei Luc. rhet. praec. 17 = ἀῤῥαβών.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gage.
Étymologie: πρό, νόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνόμιον -ου, τό [πρό, νόμος] handgeld.

Russian (Dvoretsky)

προνόμιον: τό задаток Luc.

Greek Monotonic

προνόμιον: τό (προνέμω), χρηματική προκαταβολή, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προνόμιον: τό, ᾆσμα ᾀδόμενον πρὸ τοῦ νόμου (σημασ. ΙΙ), Ἱμέρ. 4. 3, Πολυδ. Δ΄, 53. 2) ἀσυνήθης λέξις ἀντὶ τοῦ ἀρραβών, χρηματικὴ προκαταβολή, Λουκ. Ρητ. διδάσκ. 17 (τὸ κοιν. προτίμιον εἶναι γλώσσ.). ΙΙ. = τῷ προηγ., ἐξαίρετον ἢ ἀποκλειστικὸν δικαίωμα, Φωτ. Βιβλ. 189. 6., 193. 15, Σουΐδ.

Middle Liddell

προνόμιον, ου, τό, προνέμω
earnest-money, Luc.