πρωτόθετος

From LSJ
Revision as of 11:21, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόθετος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, δημιουργηθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Εὐστ. Πονημάτ. 264, 73· λέξιςῥῆμα πρ., πρωτότυπος λέξις, αὐτόθι 315. 60, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 40. 90.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόθετος, -ον, ΝΜ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε πρώτος, ο πρωτόπλαστος
2. γραμμ. αυτός που πλάστηκε πρώτος, ο αρχικόςλέξιςῥῆμα πρωτόθετον», Ευστ. Πον.)
νεοελλ.
φρ. «πρωτόθετος αριθμός»
ναυτ. ο πρώτος αριθμός που έχει πάρει ένα πολεμικό πλοίο από τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του.
επίρρ...
πρωτοθέτως Μ
με πρωτόθετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + θετός (< τίθημι), πρβλ. ομοιόθετος].