τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: πτωχότης | Medium diacritics: πτωχότης | Low diacritics: πτωχότης | Capitals: ΠΤΩΧΟΤΗΣ |
Transliteration A: ptōchótēs | Transliteration B: ptōchotēs | Transliteration C: ptochotis | Beta Code: ptwxo/ths |
ητος, ἡ,
A poverty, dub. in Ostr.Strassb.794.
πτωχότης: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ πτωχός, Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 21, 33.
-ητος, ἡ, Μ πτωχός
η ιδιότητα, η κατάσταση του φτωχού, η φτώχεια.