ρακένδυτος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥακένδυτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκένδυτος)].