ῥᾴτερος

From LSJ
Revision as of 03:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 835] irreg. compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s., u. Lob. Phryn. 402 vergleiche.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ ῥᾴδιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ῥηΐτερος και ῥῄτερος, -έρα, -ον, Α
(συγκρ. τ.) ευκολότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷ + κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού].

Russian (Dvoretsky)

ῥᾴτερος: дор. compar. к ῥᾴδιος.