ῥοάς
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ῥέω)
A shedding of fruit, a disease of vines, f.l. for ῥυάς, Thphr.HP4.14.6.
German (Pape)
[Seite 846] άδος, ἡ, das Fließen, eine Krankheit der Weinstöcke, Sp., wie Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοάς: -άδος, ἡ, (ῥέω) ἡ νόσος τῶν ἀμπέλων, ὅταν ἀπορρέωσιν αἱ ῥᾶγες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6· ῥυὰς ἐν τῷ Γεωπ.· «ἐκλήθησαν δὲ ῥυάδες αἱ μὴ συνέχουσαι τὸν καρπόν, ἀπὸ τοῦ ῥεῖν» Γεωπ. 5. 39, 4, πρβλ. ῥυάς.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(σχετικά με νόσο τών αμπελιών) πτώση τών καρπών, πτώση τών ρωγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί ῥυάς.