ρύγχος
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
Greek Monolingual
το / ῥύγχος, ΝΜΑ
το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. το ακραίο πρόσθιο τμήμα διαφόρων οργάνων του σώματος
2. οξύ άκρο εργαλείου ή οργάνου
αρχ.
1. το ράμφος τών πτηνών
2. ειρων. το πρόσωπο άσχημου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που ανάγεται πιθ. σε ηχομιμητική ΙΕ ρίζα srungh- «ροχαλίζω» και συνδέεται με το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω (βλ..και λ. ρέγχω). Ο τ. συνδέεται με το αρμ. rng-un-k'].
Mantoulidis Etymological
(=μούρη, ράμφος). Ἴσως ἀπό τό ρύζω (=γλυλλίζω), πού μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό ρέγχω.