Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
ῥυτιδῶ, -όω, ΝΑ ῥυτίς, -ίδος]
(μτβ.) προξενώ ρυτίδωση σε κάποιον ή σε κάτι, ζαρώνω κάποιον ή κάτι
αρχ.
μτφ. κατηγορώ κάποιον ψευδώς και κακοβούλως, διαβάλλω.