σαματατζής
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
ο, θηλ. σαματατζού, Ν
1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός
2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακατζής)].