ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
Full diacritics: σαγμᾰτοράπτης | Medium diacritics: σαγματοράπτης | Low diacritics: σαγματοράπτης | Capitals: ΣΑΓΜΑΤΟΡΑΠΤΗΣ |
Transliteration A: sagmatoráptēs | Transliteration B: sagmatoraptēs | Transliteration C: sagmatoraptis | Beta Code: sagmatora/pths |
ου, ὁ,
A saddler, POxy.1883.3 (vi A.D.).
ὁ, Α
αυτός που ράβει σάγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + ῥάπτης.