σαρκογονία

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκογονία Medium diacritics: σαρκογονία Low diacritics: σαρκογονία Capitals: ΣΑΡΚΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: sarkogonía Transliteration B: sarkogonia Transliteration C: sarkogonia Beta Code: sarkogoni/a

English (LSJ)

ἡ, (γενέσθαι)

   A formation of flesh, ἐξ αἵματος Porph.Antr.14.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκογονία: ἡ, (γενέσθαι) σαρκικὴ γέννησις, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 14.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να γεννιέται κανείς από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -γονία (< -γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κοσμογονία, πρωτο-γονία].