σγουρομάλλης
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + -μάλλης / -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσομάλλης].