Σιδόνιος

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Σιδώνιος ; ἡ Σιδονίη (ion.) OD le territoire de Sidon.
Étymologie: Σιδών.

Greek Monolingual

και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -άδος, Α Σιδών, -ῶνος]
1. ο κάτοικος της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιδώνα
2. το θηλ. ἡ Σιδονία και Σιδονίη
(ενν. γῆ) η χώρα τών Σιδονίων, η Σιδώνα.

Russian (Dvoretsky)

Σῑδόνιος: Hom., Aesch., Her. = Σιδώνιος I и II.