σιτοπομπός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A transporter of corn, σειτ. ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου Ephes.3p.106No.16.
Greek (Liddell-Scott)
σιτοπομπός: ὁ, ὁ μεταφέρων σῖτον, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 171, ἔκδ. Mil. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που μεταφέρει σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πομπός «οδηγός, μεταφορέας»].