σιώ
From LSJ
English (LSJ)
Lacon. dual of θεός, Ar.Lys.142; σιῷ, dat. for θεῷ, ib.174.
Greek (Liddell-Scott)
σιώ: Λακων. δυϊκ. τοῦ θεός, Ἀριστοφ. Λυσ. 142· οὕτω δοτ. σιῷ ἀντὶ θεῷ, αὐτόθι 174.
French (Bailly abrégé)
v. σιός.
Greek Monolingual
Α
(λακων. τ.) δυϊκός αριθμό της λ. θεός.
Russian (Dvoretsky)
σιώ: τώ лак. dual. к σιός (= θεός) Arph.: ναὶ τὼ σιώ! Xen. клянусь обоими богами (т. е. Кастором и Полидевком)!