σιταρόψειρα
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
και σταρόψειρα, η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του εντόμου καλάντρα, αλλ. σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + ψείρα].