σκασιματιά
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
η, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα
2. σχισμάδα, χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. λαβωματιά, σταλαγματιά)].