σκίμπων
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
A v. σκίπων.
German (Pape)
[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.
Greek (Liddell-Scott)
σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
βλ. σκίπων.
Russian (Dvoretsky)
σκίμπων: ωνος ὁ Eur., Plut. v. l. = σκίπων.