σκυρόστρωση
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
και σκιρόστρωση και σκιρρόστρωση, η, Ν
1. η κατασκευή οδοστρώματος με σκυρόστρωμα
2. το σκυρόστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο
/ σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώση (πρβλ. χαλικόστρωση)].