Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
το, Ν1. ανάμιξη, ανακάτεμα («ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών», Σολωμ.)2. σμίξη, συνάντηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμιξ- του αορ. έ-σμιξ-α του σμίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].