σμίξιμο

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάμιξη, ανακάτεμαακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών», Σολωμ.)
2. σμίξη, συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμιξ- του αορ. έ-σμιξ-α του σμίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].