σμίγω
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ
αναμιγνύω, ανακατεύω
νεοελλ.
1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα»)
2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες»)
3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι ντως να σμίξου», Ερωτόκρ.)
4. συνεννοούμαι με κάποιον
5. δημιουργώ σχέσεις με κάποιον
6. παντρεύω («κι εσμίγασι τα τέκνα ντως οι Αφέντες οι μεγάλοι», Ερωτόκρ.)
7. παροιμ. «βουνό με βουνό δε σμίγει» — οι άνθρωποι όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όσα εμπόδια κι αν παρεμβληθούν είναι πάντοτε ενδεχόμενο να συναντηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. σμίγω έχει προέλθει από τον μέλλ. συμμείζω του ρ. συμμ(ε)ίγνυμι μέσω ενός τ. σμίζω (με σίγηση του / i / μετά από σ- πρβλ. σιτάρι: στάρι). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. προήλθε από το τ. μίσγω του μ(ε)ιγνύω με μετάθεση του -σ-].