σταμίς

From LSJ
Revision as of 12:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

ῖνος (ὁ) :
seul. dat. pl. épq. σταμίνεσσι;
montants des gaillards d'un navire.
Étymologie: cf. ἵστημι.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. σταμίδα.