στάφος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: στάφος | Medium diacritics: στάφος | Low diacritics: στάφος | Capitals: ΣΤΑΦΟΣ |
Transliteration A: stáphos | Transliteration B: staphos | Transliteration C: stafos | Beta Code: sta/fos |
στάφος: «σκάφος. λεκάνη» Ἡσύχ.
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκάφος, λεκάνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί σκάφος.