σταχυοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 18:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοπλόκᾰμος Medium diacritics: σταχυοπλόκαμος Low diacritics: σταχυοπλόκαμος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: stachyoplókamos Transliteration B: stachyoplokamos Transliteration C: stachyoplokamos Beta Code: staxuoplo/kamos

English (LSJ)

ον,

   A wreathed with ears of corn, Orph.L.242.

German (Pape)

[Seite 931] ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + πλόκαμος.