στόβος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ὁ,
A abuse, bad language, insolence, κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 945] ὁ, das Schelten, Schimpfen; – auch Großprahlerei, Lycophr. 395.
Greek (Liddell-Scott)
στόβος: ὁ, λοιδορία, ὄνειδος, κακολογία, Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ στόμφος). ΙΙ. = φλυαρία, ἀλαζονεία, κόμπος, Λυκόφρ. 395.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα -μ- (βλ. και λ. στέμβω)].
Frisk Etymological English
See also: s. στέμβω.