στραβότης
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A distortion, ὀφθαλμῶν Eust.915.31: pl., Orib.Syn.8.51.1.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, ὀφθαλμῶν Εὐστ. 915. 31.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ στραβός
ο στραβισμός, το αλληθώρισμα.