στρατηγείο

From LSJ
Revision as of 10:23, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

το / στρατηγεῖον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ στρατηγός
νεοελλ.
1. η έδρα του στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα
2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός κινήματος, ορμητήριο («το στρατηγείο τών επαναστατών»)
3. φρ. «γενικό στρατηγείο» — το επιτελείο και το σύνολο του προσωπικού διοικήσεως όπλων και υπηρεσιών στην ανώτατη διοίκηση του στρατού
μσν.
ως κύριο όν. Στρατήγιον
ονομασία δύο πλατειών της Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν τα αρχηγεία του στρατού
(