συγκαθέζομαι

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma).    II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].