συγκαταθλώ
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
-άω, Α
κατασυντρίβω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»].
Greek Monolingual
-άω, Α
κατασυντρίβω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»].