συγκαθεύδω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθεύδω Medium diacritics: συγκαθεύδω Low diacritics: συγκαθεύδω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: synkatheúdō Transliteration B: synkatheudō Transliteration C: sygkatheydo Beta Code: sugkaqeu/dw

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,

   A sleep with, τούτῳ θανοῦσα ξ. A.Ch.906; esp. of sexual intercourse, σ. τινί Cratin.279, Ar.Ec.1009, Pl.Lg.838b.

German (Pape)

[Seite 963] (s. εὕδω), mit-, beisammenschlafen; τούτῳ θανοῦσα ξυγκάθευδε, Aesch. Ch. 893; Plat. Legg. VIII, 838 b; Xen. Conv. 4, 53. 8, 31; Sp., wie Luc. oft.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, συγκοιμῶμαι, κοιμῶμαι μετά τινος, τούτῳ θανοῦσα ξ. Αἰσχύλ. Χο. 906· μάλιστα ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συνουσιάζομαι, σ. τινι Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 174, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1009, Πλάτ. Νόμ. 828Β.

French (Bailly abrégé)

dormir avec.
Étymologie: σύν, καθεύδω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιμάμαι μαζί με άλλον
2. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθεύδω «κοιμάμαι, πλαγιάζω»].