συγκατέδομαι
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
fut. of συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.