συγκοιμίζω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A put to bed together, join in wedlock, τινά τινι Ar.Av.1734.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμίζω: κοιμίζω ὁμοῦ, συνδέω διὰ γάμου, νυμφεύω, τινά τινι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1734.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμίζω.
Greek Monolingual
Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].
Greek Monolingual
Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].