συμπερικομίζω
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.