συμπιεστής

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο, Ν
1. φυσ. διάταξη που περιλαμβάνεται στο σύστημα ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο ρόλος είναι να διατηρεί το κύκλωμα υπό πίεση πρακτικά σταθερή
2. τεχνολ. μηχάνημα που αυξάνει την πίεση ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. συμπιεστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. pressuriseur].

Greek Monolingual

ο, Ν
1. φυσ. διάταξη που περιλαμβάνεται στο σύστημα ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο ρόλος είναι να διατηρεί το κύκλωμα υπό πίεση πρακτικά σταθερή
2. τεχνολ. μηχάνημα που αυξάνει την πίεση ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. συμπιεστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. pressuriseur].