συναρμόττω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
Att. for συναρμόζω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1004] att. statt συναρμόζω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμόττω: Ἀττικ. ἀντὶ συναρμόζω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.