συνείργνυμι
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
A = συνέργω, Plu.Rom.5:—Pass., ἐς θάλαμον Id.Alex. 2; ἐν δεσμῷ Id.2.493d, cf. Crass.8.
German (Pape)
[Seite 1011] u. συνειργνύω, = συνείργω, Sp., wie Plut. conj. praec. A.
French (Bailly abrégé)
c. συνέργω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. συνέργω.