συνεκφωτίζω

From LSJ
Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκφωτίζω Medium diacritics: συνεκφωτίζω Low diacritics: συνεκφωτίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΦΩΤΙΖΩ
Transliteration A: synekphōtízō Transliteration B: synekphōtizō Transliteration C: synekfotizo Beta Code: sunekfwti/zw

English (LSJ)

   A join in illuminating, Plu.2.806a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.

French (Bailly abrégé)

éclairer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.

Greek Monolingual

Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].

Greek Monolingual

Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].