συνεπίσκοπος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Greek (Liddell-Scott)
συνεπίσκοπος: ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπισκοπῶν, ἐπιβλέπων, ὁ καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος ὤν, συνάδελφος ἐπισκόπου, Ἀθαν. τ. 1, σ. 444, 567, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ἐπίσκοπος
ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ἐπίσκοπος
ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.