συγγογγυλίζω

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

German (Pape)

[Seite 962] rund zusammendrehen, ξυγγογγυλίσας καὶ συστρέψας, Ar. Th. 61, wie Lys. 975.

Greek (Liddell-Scott)

συγγογγῠλίζω: στρέφω ὁλόγυρα, ἴδε ἐν λ. γογγύλλω.

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].

Greek Monolingual

Α
στρέφω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γογγυλίζω «στρογγυλεύω»].

Russian (Dvoretsky)

συγγογγῠλίζω: 1) кружить (τοὺς θωμούς Arph.);
2) делать совершенно круглым, закруглять (τι Arph.).