συμπαρίσταμαι

Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρίσταμαι, Att. ξυμπαρίσταμαι, intrans. medestander worden van, bijstaan, met dat.