συμπαρίστημι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A place by one's side together, τᾷ μὲν (sc. Εὐάδνᾳ) . . Ἐλευθὼ συμπαρέστασέν τε Μοίρας f.l. in Pi.O.6.42; express at the same time, A.D.Synt.235.11, al.:—Med., set by one's side, τὴν φιλοσοφίαν Them.Or.7.99d, cf. Or.34p.450Dind.
II Pass., with fut. Med., aor. and pf. Act., stand beside so as to assist, τἠμῇ φρενί S.OC1340, cf. LXX Ps.93(94).16, CIG2056.8 (Varna), PSI4.392.13 (iii B.C.), etc.; ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου = a spirit assists every man from birth to be the leader of his life Men.550; 2pl. aor. 2 imper. συμπαράστατε Sammelb.7452.6 (perhaps iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 985] (s. ἵστημι), mit danebenstellen, hinantreten lassen, συμπαρέστασεν αὐτῇ Μοίρας Pind. Ol. 6, 42. – Med. u. intr. temp. mit dabeistehen, helfen, εἰ σὺ τἠμῇ ξυμπαραστήσει φρενί Soph. O. C. 1342.
French (Bailly abrégé)
intr. aux temps suiv. : ao.2, pf., pqp. et Moy.
se présenter avec ; assister, secourir, τινι.
Étymologie: σύν, παρίστημι.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρίστημι: (дор. 3 л. sing. aor. 1 συμπαρέστᾱσεν) ставить вместе, помещать рядом (τινά τινι Pind.): εἰ σὺ τἠμῇ ξυμπαραστήσῃ φρενί Soph. если бы ты склонился к моему намерению.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρίστημι: θέτω πλησίον τινὸς ὁμοῦ, τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμος πραΰμητίν τ’ Ἐλευθὼ συμπαρέστησέν τε Μοίρας, «τῇ μὲν (δηλ. τῇ Εὐάδνῃ ἐποκυούσῃ) παρέστησεν ὁ Χρυσοκόμης Ἀπόλλων τὴν Εἰλείθυιαν, κεχαρισμένα φρονοῦσαν, καὶ τὰς Μοίρας» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 72· παριστῶ, ἐκφέρω ὁμοῦ, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 234. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι πλησίον καὶ βοηθῶ, τινι Σοφ. Ο. Κ. 1340, Συλλ. Ἐπιγρ. 2056. 8· ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18.
Spanish
Greek Monotonic
συμπαρίστημι:I. τοποθετώ στο πλάι κάποιου μαζί με ή επίσης, σε Πίνδ.
II. Παθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., στέκομαι στο πλάι, βοηθώ, τινι, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. to place beside one also, Pind.
II. Pass., c. aor2 et perf. act., to stand beside, assist, τινι Soph.
Léxico de magia
asistir, prestar ayuda démones a un demon concreto ὁρκίζω πάντας τοὺς δαίμονας τοὺς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, συμπαράστατε τῷ δαίμονι τούτῳ conjuro a todos los démones de este lugar, asistid a este demon SM 46 6 SM 47 6 SM 49 15 SM 50 10 ἐξορκίζω σε, πάντας τοὺς δαίμονας τοὺς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, συμπαρασταθῆναι τῷ νεκυδαίμονι te conjuro a ti, a todos los démones de este lugar, asistid a este demon de muerto SM 48J 6