συμπέρθω
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
A destroy with or together, E.Hel.106 (tm.).
German (Pape)
[Seite 986] (s. πέρθω), mit zerstören, in tmesi, ξύν γε πέρσας, Eur. Hel. 105.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέρθω: καταστρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 106, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monolingual
Α
εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»].
Greek Monotonic
συμπέρθω: μέλ. -σω, καταστρέφω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.